- νεόθηρος
- νεόθηρος, -ον (Α)1. νεοθήρευτος*2. αυτός που προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -θηρος (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ-θηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek